- ἐκκαρπίζομαι
- ἐκκαρπ-ίζομαι, [voice] Med.,A yield as produce, A.Th.601.II reap, enjoy,
τὰ ἐκ τῆς γῆς γενήματα PTeb.105.30
(ii B.C.).III of land, exhaust, Thphr.CP4.8.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τὰ ἐκ τῆς γῆς γενήματα PTeb.105.30
(ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκκαρπίζομαι — ἐκκαρπίζομαι (Α) 1. παράγω καρπό 2. καρπώνομαι, απολαμβάνω 3. (για καλλιεργούμενη γη) εξαντλούμαι, γίνομαι άγονη … Dictionary of Greek
ἐκκαρπίσεται — ἐκκαρπίζομαι yield as produce aor subj mp 3rd sg (epic) ἐκκαρπίζομαι yield as produce fut ind mp 3rd sg ἐκκαρπίζομαι yield as produce aor subj mid 3rd sg (epic) ἐκκαρπίζομαι yield as produce fut ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαρπίζεται — ἐκκαρπίζομαι yield as produce pres ind mp 3rd sg ἐκκαρπίζομαι yield as produce pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκκαρπίζω — ἐκκαρπίζομαι yield as produce pres subj act 1st sg ἐκκαρπίζομαι yield as produce pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)